καρδιοχτυπάω

καρδιοχτυπάω
καρδιοχτυπάω / καρδιοχτυπώ βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρδιοχτυπώ — καρδιοχτυπάω / καρδιοχτυπώ βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καρδιοχτυπώ — και καρδιοχτυπάω καρδιοχτύπησα, καρδιοχτυπημένος 1. έχω καρδιοχτύπια: Πάντα καρδιοχτυπώ στις εξετάσεις. 2. η μτχ., καρδιοχτυπημένος σημαίνει ερωτευμένος: Είναι καρδιοχτυπημένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”